Μάθιου Φλίντερς

Ο Πρώτος Περίπλους της Αυστραλίας

  Στις 26 Ιανουαρίου του 1788, ο Πρώτος Στόλος, απαρτιζόμενος από έντεκα Βρετανικά πλοία υπό τον διοίκηση του Άρθουρ Φίλιπ, καταπλέει στον Κόλπο των Βοτανων και λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Φεβρουαρίου, ιδρύεται η πρώτη ευρωπαϊκή αποικία, στην Αυστραλιανή ήπειρο. Το Σίδνεϊ. Μέρχι το 1770, η Αυστραλία που τότε ήταν γνωστή με την ονομασία Νέα Ολλανδία, ήταν μια ανεξερεύνητη ήπειρος, από την οποία είχε ανακαλυφθεί το δυτικό της κομμάτι, χωρίς να είναι γνωστό το κατά πόσο εκτείνεται ανατολικά και νότια. Αν και οι πρώτες ακτές της είχαν επισήμως ανακαλυφθεί το 1606 από τον Ολλανδό Βίλεμ Γιάνσζουν, δεν προσέλκυσε τους Ευρωπαιους να την αποικήσουν αφού στις ακτές της δεν υπήρχε κάποιο εμπορικό ενδιαφέρων ώστε να συντηρηθεί μα τόσο απομακρυσμένη αποικία. Το 1770, ο Τζέιμς Κουκ ανακάλυψε τις ανατολικές ακτές της ηπείρου, αξιώνοντας τες ως Βρετανικές κτήσεις, προτείνοντας στην συνέχεια την ίδρυση μιας αποικίας στην περιοχή, κάτι που συνέβη δεκαοχτώ χρόνια αργότερα με την ίδρυση του Σίδνεϊ που στην συνέχεια, εκτός από ποινική αποικία (δηλαδή αποικία που στέλνονται οι κατάδικοι), θα γίνει το πρώτο ευρωπαϊκό ορμητήριο για την εξερεύνηση ενός δεύτερου Νέου Κόσμου. Από εκεί, θα αρχίσουν και οι εξερευνήσεις του θαλασσοπόρου Μάθιου Φλίντερς.

     Ο Φλίντερς γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1774 στο Ντίνινγκτον της Αγγλίας. Στα δεκαπέντε του έτη εντάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1791, ακολούθησε τον Ουίλιαμ Μπλάι ο οποίος μέχρι το 1793 πραγματοποίησε το δεύτερο του ταξίδι μεταφέροντας αρτόδεντρα από την Ταϊτή προς την Τζαμάικα, μετά το πρώτο του ταξίδι για τον ίδιο σκοπό όπου είχε συμβεί και η περίφημη Ανταρσία του Μπάουντι. Το 1795, έφτασε για πρώτη φορά στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ, μεταφέροντας ως Δόκιμος Αξιωματικός στην φρεγάτα Ριλάιανς (Reliance) τον νέο Κυβερνήτη της αποικίας, Τζον Χάντερ, ο οποίος διαδέχθηκε τον ιδρυτή της αποικίας Άρθουρ Φίλιπ. Έχοντας εξελίξει τις ικανότητες του στην Ναυσιπλοΐα και την Χαρτογραφία, το 1797 του ανατέθηκε η αποστολή να πλεύσει νότια των ακτών της Νέας Νότιας Ουαλίας και να εξερευνήσει τα νησιά από τα οποία ο Βρετανός Τομπάιας Φούρνοουζ είχε ανακαλύψει τις ανατολικές ακτές το 1773 κατά το δεύτερο ταξίδι του Τζέιμς Κουκ. 
 
   Ο Φλίντερς, έφτασε στα νησιά με το πλοίο Φράνσις, χαρτογραφώντας τα στο σύνολο τους. Το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα, σήμερα φέρει την ονομασία Φούρνοουζ ενώ το μεγαλύτερο νησί φέρει την ονομασία του Φλίντερς. Το επόμενο έτος, μαζί με τον εξερευνητή Τζορτζ Μπας έπλευσε με το πλοίο Νόρφολκ προς την Γη του Φαν Ντέμιεν (σημερινή Ταζμανία) από την οποία είχαν ανακαλυφθεί μόνο οι νότιες ακτές το 1642 από τον Ολλανδό Άμπελ Τάσμαν. Καθώς οι περιοχές δυτικότερα από το Σίδνεϊ ήταν ακόμη ανεξερεύνητες, στο ταξίδι αυτό, ο Φλίντερς, είχε ως σκοπό να επαληθεύσει πως η Γη του Φαν Ντέμιεν δεν ήταν ενιαία με την γη της Νέας Ολλανδίας – όπως ονομάζονταν ακόμα τότε η Αυστραλία – καθώς ο Μπας, είχε φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα δύο χρόνια πριν, πλέοντας κατά μήκος των ακτών της Νότιας Αυστραλίας δυτικότερα από το Σίδνεϊ μέχρι το Γουέστερν Πορτ (πολύ κοντά στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Μελβούρνη) ανακαλύπτοντας έτσι πως βόρεια της Γης του Φαν Ντέμιεν δεν υπάρχει χερσαία σύνδεση με την Αυστραλία. Ο Φλίντερς, έχοντας περάσει βόρεια των Νήσων Φούρνοουζ, έφτασε στις βορειοανατολικές ακτές της Τασμανίας αρχίζοντας τον περίπλου προς ανατολική κατεύθυνση στις 7 Οκτωβρίου του 1798. Στις 12 Ιανουαρίου του 1799, έφτασε στο ίδιο σημείο από την αντίθετη κατεύθυνση αποδεικνύοντας πως η Γη του Φαν Ντέμιεν είναι νησί, δίνοντας στον πορθμό που το χωρίζει με την Αυστραλία, το όνομα του Μπας. 
 
   Τον Μάρτιο του 1800, ο Φλίντερς αναχώρησε από την Αυστραλία με προορισμό την Αγγλία όπου ήδη είχαν φτάσει αναφορές για τις εξαιρετικές του ικανότητες. Το 1801, έκδωσε το σύγγραμμα “Παρατηρήσεις από τις Ακτές της Γης του Φαν Ντέμιεν, τον Πορθμό Μπας και τα Νησιά του, και Μέρος των Ακτών τς Νέας Νότιας Ουαλίας”. Οι παρατηρήσεις του, προσέλκυσαν το ενδιαφέρων των Βρετανών επιστημόνων. Ο βοτανολόγος Τζόζεφ Μπανκς, εκτιμώντας το έργο και τις ικανότητες του Φλίντερς, συνέβαλε καθοριστικά ώστε το Βρετανικό Ναυαρχείο να τον διορίσει Πλοίαρχο στο Ινβεστιγκέιτορ και να του αναθέσει την χαρτογράφηση του συνόλου των ακτών της Νέας Ολλανδίας (Αυστραλία). Ο Φλίντερς απέπλευσε από την Αγγλία στις 18 Ιουλίου του 1801 με προορισμό το Σίδνεϊ μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Στις 6 Δεκεμβρίου, έφτασε στις νοτιοδυτικές ακτές της Αυστραλίας, στο Ακρωτήριο Λίουιν όπου και κατέπλευσε στο κόλπο που σήμερα φέρει το όνομα του. Από εκεί, έπλευσε κατά μήκος των νότιων ακτών της Αυστραλίας, χαρτογραφώντας τες για πρώτη φορά και πραγματοποιώντας αρκετές στάσεις ώστε οι επιστήμονες που τον ακολουθούσαν, να εξερευνήσουν την περιοχή και να συλλέξουν τα ευρήματα τους. Έχοντας ολοκληρωθεί η εξερεύνηση των νότιων ακτών, ο Φλίντερς κατέπλευσε στο Σίδνεϊ στις 9 Μαΐου του 1802.  
 
    Μετά από ενάμισι μήνα περίπου, στις 22 Ιουλίου του 1802, απέπλευσε από το Σίδνεϊ συνεχίζοντας την εξερεύνηση του, πλέοντας προς τις βόρειες ακτές της Αυστραλίας. Αφού πέρασε τον Πορθμό του Τόρες, άρχισε να εξερευνά τις ακτές του Κόλπου της Καρπεντέρια. Κατά την διάρκεια της εξερεύνησης, στο πλοίο άρχισε να παρατηρείται εισροή ύδατος. Πραγματοποίησε ελεγχόμενη προσάραξη του πλοίου στην ακτή, ώστε να το γείρει και να επισκευαστεί το ρήγμα. Παρά τις προσπάθειες, η επισκευή δεν ήταν δυνατή. Τότε, ο Φλίντερς πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την εξερεύνηση και να επιστρέψει στο Σίδνεϊ. Αντί όμως να επιστρέψει προς την κατεύθυνση από την οποία έφτασε εκεί, αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να το κάνει περιπλέοντας τις δυτικές ακτές ώστε να πραγματοποιήσει τον πρώτο περίπλου της Αυστραλίας φτάνοντας στο Σίδνεϊ στις 9 Ιουνίου του 1803. Λίγο καιρό μετά την άφιξη του, αναχώρησε από το Σίδνεϊ με το πλοίο Κάμπερλαντ για να επιστρέψει στην Αγγλία. Κατά τον διάπλου του Ινδικού Ωκεανού, το Κάμπερλαντ, όπως και το Ινβεστιγκέιτ, άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα εισροής ύδατος. Ο Φλίντερς, προκειμένου να επισκευαστεί το πλοίο, αποφάσισε να πλεύσει προς το νησί Μαυρίκιος που τότε ήταν Γαλλική αποικία και να ζητήσει βοήθεια από τους Γάλλους, όπου και έφτασε στις 17 Δεκεμβρίου του 1803. Λίγους μήνες πριν όμως, η Βρετανία είχε εμπλακεί και πάλι σε πόλεμο με την Γαλλία καθώς από τις 18 Μαΐου του 1803, είχε αρχίσει η περίοδος που σήμερα γνωρίζουμε ως Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. 
 
   Κατά την εξερεύνηση των νότιων ακτών της Αυστραλίας το 1802, ο Φλίντερς με το πλοίο Ινβεστιγκέιτορ, συνάντησε σε έναν κόλπο το Γαλλικό πλοίο Ζεογραφίκ που βρισκόταν στις ακτές της Αυστραλίας για τον ίδιο λόγο. Αφού συναντήθηκε με τον Γάλλο Πλοίαρχο Νικολά Μποντίν, απέκτησε φιλικές σχέσεις μαζί του και φρόντισε ώστε το Γαλλικό πλοίο να καταπλεύσει στο Σίδνεϊ και να χορηγηθεί βοήθεια στα άρρωστα μέλη του Γαλλικού πληρώματος. Ο Μποτίν, ανταποδίδοντας την βοήθεια του Φλίντερς, του παρέδωσε μία ενυπόγραφη επιστολή ζητώντας από τον Κυβερνήτη του Μαυρίκιου να παρέχει κάθε βοήθεια και φροντίδα σε όποιο Βρετανικό πλοίο αναγκαστεί να καταπλεύσει στο νησί αναφέροντας και την βοήθεια που ο ίδιος δέχθηκε από τους Βρετανούς. Τιμόντας την φιλία του με τον Μποτίν, ο Φλίντερς, ονόμασε τον κόλπο που συναντήθηκαν οι δύο θαλασσοπόροι Κόλπο της Συνάντησης (Encounter Bay). Παρά όμως την επιστολή του Μποτίν, ο Γάλλος Κυβερνήτης του Μαυρίκιου, φυλάκισε τον Φλίντερς θεωρώντας τον ως κατάσκοπο, μην δεχόμενος πως το πλοίο με το οποίο κατέπλευσε στο νησί ήταν ερευνητικού σκοπού, αφού δεν έφερε μαζί του κανέναν επιστήμονα. Σύντομα όμως, του επέτρεψε να ζει ελεύθερα στο νησί, διατηρώντας παρόλα αυτά την απαγόρευση αναχώρησης του απ’ αυτό. 
 
   Για τα επόμενα εξίμισι έτη, ο Φλίντερς παρέμεινε στον Μαυρίκιο, μένοντας επικεντρωμένος στις σημειώσεις και τις καταγραφές των ταξιδιών του, δημιουργώντας παράλληλα αρκετές φιλίες και κερδίζοντας την συμπάθεια των κατοίκων. Ταυτόχρονα, γίνονταν προσπάθειες για τον επαναπατρισμό του, με σημαντικότερη εκείνη του 1806, όταν ο Ναπολέων έδωσε την έγκριση του να αφεθεί ελεύθερος, αλλά ο Κυβερνήτης του Μαυρίκιου δεν ήρε την απαγόρευση απόπλου του, θεωρώντας τον μελλοντική απειλή για το νησί που είχε γίνει πια το ορμητήριο των Γάλλων κουρσάρων οι οποίοι δρούσαν κατά των Βρετανικών πλοίων. Τον Ιούνιο του 1809, ένας Βρετανικός στόλος, έφτασε στο νησί και το απέκλεισε ως απάντηση των κουρσάρικων επιθέσεων. Υπό την πίεση της Βρετανικής παρουσίας που στην συνέχεια είχε ως τελικό αποτέλεσμα την εισβολή και την κατάκτηση του νησιού από τους Βρετανούς στις 3 Δεκεμβρίου του 1810, ο Φλίντερς ελευθερώθηκε και απέπλευσε στις 14 Ιουνίου του 1810 για την Αγγλία όπου και έφτασε στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, με την υγεία του να είναι βεβαρυμένη. Με την άφιξη του, άρχισε να εργάζεται πάνω στην δημιουργία του περίφημου συγγράμματος του “Ένα Ταξίδι στην Τέρα Αουστράλις” (A Voyage to Terra Australis) στο οποίο περιγράφει το ταξίδι του κατά τον περίπλου της Αυστραλίας και την παραμονή του στο νησί του Μαυρίκιου. Το σύγγραμμα του, εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1814. Έξι μήνες αργότερα, στις 19 Ιουλίου, πέθανε σε ηλικία σαράντα ετών. 

    Ο Φλίντερς, εκτός από την πραγματοποίηση του πρώτου περίπλου της Αυστραλίας, ήταν εκείνος που έπλευσε και εξερεύνησε για πρώτη φορά τις νότιες ακτές της, συμπληρώνοντας το μέχρι τότε χαρτογραφικό κενό της ηπείρου, έχοντας πραγματοποιήσει και τον πρώτο περίπλου της Τασμανίας, ανακαλύπτοντας πως είναι είναι ένα ξεχωριστό νησί. Κατα την εποχή των εξερευνήσεων του, η Αυστραλία ήταν γνωστή με τις ονομασίες Νέα Ολλανδία και Τέρα Αουστράλις. Αν και η ονομασία της ηπείρου ως Αυστραλία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1794 από τους Άγγλους βοτανολόγους Τζορτζ Σάου και Τζέιμς Σμιθ, καθιερώθηκε και υιοθετήθηκε ευρέως από το σύγγραμμα του Φλίντερς ο οποίος την χρησιμοποίησε σημειώνοντας πως την επέλεξε ως “πιο ευχάριστη για το αυτί”, ώστε το 1817 να αντικαταστήσει και επίσημα την ονομασία “Νέα Ολλανδία”. 

Απάντηση